- αμμοκονίαση
- ητο σοβάντισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμμοκονίαση — η [*αμμοκονιώ ( άω)] επίχριση με αμμοκονίαμα, σοβάντισμα … Dictionary of Greek
καταλιφή — καταλιφή, ἡ (Α) αμμοκονίαση, σοβάντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παράλληλος τού ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lei bh , αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα] … Dictionary of Greek